Στο σύγχρονο επιχειρηματικό γίγνεσθαι μια πρακτική που εφαρμόζουν ολοένα και εντονότερα οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και ενσωματώνουν στους στόχους και τους τομείς δράσης τους, με βραδύτερο ρυθμό, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι η έννοια της Εταιρικής ή Επιχειρηματικής Κοινωνικής Ευθύνης. Πρακτική που αν και ξεπρόβαλλε τη δεκαετία του 1990, γεννήθηκε αρκετά χρόνια πριν. Ο Jeremy Rifkin από τη δεκαετία κιόλας του 1970 είχε προβλέψει ότι η ύπαρξή της ήταν αποτέλεσμα «πίεσης που πάντα προέρχεται από την κοινωνία των πολιτών, τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς, τις ομάδες πίεσης κ.ο.κ. Αυτοί είναι που πιέζουν και διευρύνουν τις δράσεις μιας εταιρείας, αλλά και το όραμά της, περνώντας από τη λογική της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μετόχων στη λογική των ενδιαφερόμενων μελών (Stakeholders)». Και τα ‘ενδιαφερόμενα μέλη’ δεν είναι παρά, απο τη μια μεριά, οι εργαζόμενοι, οι μέτοχοι, οι πελάτες και οι προμηθευτές και απο την άλλη μεριά οι ΜΚΟ, οι κυβερνήσεις και η τοπική κονωνία. Έτσι, αν και επιτυγχάνεται συνέργεια μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μελών, εντούτοις υπάρχει διάσταση συμφερόντων μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κάποιοι να είναι πραγματικά ωφελημένοι και άλλοι ζημιωμένοι.
Αν και οι ορισμοί της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ποικίλουν (Corporate Social Responsibility, Corporate Citizenship, Social Responsibility, Social Responsiveness, Corporate Responsibility, Corporate Philanthropy) το περιεχόμενό της είναι συγκεκριμένο και περιγράφει τις εταιρίες που «εντάσσουν εθελοντικά στις επιχειρηματικές ενέργειες και συναλλαγές τους, δραστηριότητες με ιδιαίτερη κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση προς το κοινωνικό σύνολο. Μια εταιρία είναι κοινωνικά υπεύθυνη όταν όχι μόνο συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν οι νόμοι, αλλά προχωρεί εθελοντικά σε δράσεις και ενέργειες που υπερβαίνουν αυτές τις υποχρεώσεις και έχουν σχέση τόσο με τους εργαζόμενούς της όσο και με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο δραστηριοποιείται και συμμετέχει ως υπεύθυνος πολίτης» (Πράσινη Βίβλος, 2001). Κοντολογής, πρόκειται για μια επιχειρηματική στρατηγική στα πλαίσια της οποίας οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν οικειοθελώς δράσεις και υπηρεσίες στον τομέα του περιβάλλοντος, της υγείας, της παιδείας, της έρευνας, της τοπικής κονωνίας, κλπ. με απώτερο στόχο την ενδυνάμωση της οικονομικής τους θέσης, έχοντας την ηθική (όχι τόσο νομική) υποχρέωση να επιστρέφουν στο κοινωνικό σύνολο ένα μέρος της προστιθέμενης αξίας που απέκτησαν απο αυτό.
Σχηματικά μπορούμε να πούμε πως πρωταγωνιστικό ρόλο στην εφαρμογή της ΕΚΕ έχουν τρια μέρη. Το κράτος, οι επιχειρήσεις και ο πολίτης. Το κράτος στην ουσία μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες που πρέπει να καταβάλλει και μεταθέτει την ευθύνη άσκησης κοινωνικής πολιτικής στις επιχειρήσεις. Δηλαδή ο ρόλος του κοινωνικού ρυθμιστή αντικαθίστατο απο την ‘υπέυθυνη, και ηθική’ επιχείρηση και η επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων περνά απο την αρμοδιότητα του κράτους στην επιχείρηση. Οι επιχειρήσεις, που στην ουσία αποτελούν τον πυρήνα της ΕΚΕ, αποκομίζουν πολλαπλά οφέλη. Ενισχύουν τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού τους (φήμη, κύρος), αποκτούν αφοσιωμένους πελάτες, βελτιώνουν τις οικονομικές τους αποδόσεις (κέρδη, πωλήσεις), μειώνουν τις διαφημιστικές δαπάνες, ενισχύουν τη θέση τους στην αγορά, αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Και μέσα σε όλα αυτά αξιοσημειώτο να προστεθεί πως η σύσφιξη των σχέσεων κράτους-επιχείρησης σφραγίζεται με την παροχή ευνοϊκών μέτρων, όπως φορολογικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις ακριβώς για την κοινωνική ευαισθησία και το φιλανθρωπικό πρόσωπο που δείχνουν οι επιχειρήσεις.
Ενώ λοιπόν έχει αναπτυχθεί έντονη φιλολογία απο επιχειρηματικά στελέχη, πολιτικούς φορείς και επιστήμονες, η οποία συνοδεύται απο πληθώρα εμπειρικών μελετών για τον θετικό συσχετισμό της ΕΚΕ με το κράτος και τις επιχειρήσεις, η συζήτηση γύρω απο τα πραγματικά οφέλη που εικάζεται οτι αποκομίζει ο πολίτης (ως καταναλωτής αλλά κυρίως ως εργαζόμενος) τίθενται από πολλούς σε έντονη αμφισβήτηση. Έτσι, οι επικριτές της ΕΚΕ αναγορεύουν το συγκεκριμένο «νεωτερικό» θεσμό ως άλλοθι που χρησιμοποποιούν οι επιχειρήσεις προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τον πυρήνα της οικονομικής τους πολιτικής, ο οποίος αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στην κερδοφορία που αυτές παρουσιάζουν (πολλές φορές με τη μετακύλιση ενός μεγάλου μέρους του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές), αλλά και στον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται το εν λόγω οικονομικό αποτέλεσμα (ένταση του ανταγωνισμού, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσων).
Βεβαίως, η ολοένα και μεγαλύτερη αξιοποίηση της ΕΚΕ δεν αναφέρεται μόνο στη μονάδα (εργαζόμενο, καταναλωτή), αλλά κυρίως στο οργανωμένο κράτος που με τον ένα ή άλλο τρόπο επηρεάζει – άμεσα ή έμμεσα – την παραγωγική διαδικασία. Ένας προσεκτικός αναλυτής θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει πως πίσω από τη βιτρίνα της κοινωνικής προσφοράς ξεδιπλώνεται ορισμένεσ φορές μια «ανταλλακτική» συμπεριφορά ανάμεσα στο κράτος (ως αυτόνομη οργανωτική οντότητα) και την επιχειρησιακή μονάδα με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά και προφανείς λόγους. με αποτέλεσμα η αξία της «κοινωνικής προσφοράς» των επιχειρήσεων να είναι συγκριτικά ελάχιστη με τα κέρδη που αυτές τελικά αποκομίζουν.
Παππά Ευαγγελία
Υποψήφια Διδάκτωρ στο Τμήμα Οικονομικής
και Περιφερειακής Ανάπτυξης
Αν και οι ορισμοί της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ποικίλουν (Corporate Social Responsibility, Corporate Citizenship, Social Responsibility, Social Responsiveness, Corporate Responsibility, Corporate Philanthropy) το περιεχόμενό της είναι συγκεκριμένο και περιγράφει τις εταιρίες που «εντάσσουν εθελοντικά στις επιχειρηματικές ενέργειες και συναλλαγές τους, δραστηριότητες με ιδιαίτερη κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση προς το κοινωνικό σύνολο. Μια εταιρία είναι κοινωνικά υπεύθυνη όταν όχι μόνο συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν οι νόμοι, αλλά προχωρεί εθελοντικά σε δράσεις και ενέργειες που υπερβαίνουν αυτές τις υποχρεώσεις και έχουν σχέση τόσο με τους εργαζόμενούς της όσο και με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο δραστηριοποιείται και συμμετέχει ως υπεύθυνος πολίτης» (Πράσινη Βίβλος, 2001). Κοντολογής, πρόκειται για μια επιχειρηματική στρατηγική στα πλαίσια της οποίας οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν οικειοθελώς δράσεις και υπηρεσίες στον τομέα του περιβάλλοντος, της υγείας, της παιδείας, της έρευνας, της τοπικής κονωνίας, κλπ. με απώτερο στόχο την ενδυνάμωση της οικονομικής τους θέσης, έχοντας την ηθική (όχι τόσο νομική) υποχρέωση να επιστρέφουν στο κοινωνικό σύνολο ένα μέρος της προστιθέμενης αξίας που απέκτησαν απο αυτό.
Σχηματικά μπορούμε να πούμε πως πρωταγωνιστικό ρόλο στην εφαρμογή της ΕΚΕ έχουν τρια μέρη. Το κράτος, οι επιχειρήσεις και ο πολίτης. Το κράτος στην ουσία μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες που πρέπει να καταβάλλει και μεταθέτει την ευθύνη άσκησης κοινωνικής πολιτικής στις επιχειρήσεις. Δηλαδή ο ρόλος του κοινωνικού ρυθμιστή αντικαθίστατο απο την ‘υπέυθυνη, και ηθική’ επιχείρηση και η επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων περνά απο την αρμοδιότητα του κράτους στην επιχείρηση. Οι επιχειρήσεις, που στην ουσία αποτελούν τον πυρήνα της ΕΚΕ, αποκομίζουν πολλαπλά οφέλη. Ενισχύουν τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού τους (φήμη, κύρος), αποκτούν αφοσιωμένους πελάτες, βελτιώνουν τις οικονομικές τους αποδόσεις (κέρδη, πωλήσεις), μειώνουν τις διαφημιστικές δαπάνες, ενισχύουν τη θέση τους στην αγορά, αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Και μέσα σε όλα αυτά αξιοσημειώτο να προστεθεί πως η σύσφιξη των σχέσεων κράτους-επιχείρησης σφραγίζεται με την παροχή ευνοϊκών μέτρων, όπως φορολογικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις ακριβώς για την κοινωνική ευαισθησία και το φιλανθρωπικό πρόσωπο που δείχνουν οι επιχειρήσεις.
Ενώ λοιπόν έχει αναπτυχθεί έντονη φιλολογία απο επιχειρηματικά στελέχη, πολιτικούς φορείς και επιστήμονες, η οποία συνοδεύται απο πληθώρα εμπειρικών μελετών για τον θετικό συσχετισμό της ΕΚΕ με το κράτος και τις επιχειρήσεις, η συζήτηση γύρω απο τα πραγματικά οφέλη που εικάζεται οτι αποκομίζει ο πολίτης (ως καταναλωτής αλλά κυρίως ως εργαζόμενος) τίθενται από πολλούς σε έντονη αμφισβήτηση. Έτσι, οι επικριτές της ΕΚΕ αναγορεύουν το συγκεκριμένο «νεωτερικό» θεσμό ως άλλοθι που χρησιμοποποιούν οι επιχειρήσεις προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τον πυρήνα της οικονομικής τους πολιτικής, ο οποίος αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στην κερδοφορία που αυτές παρουσιάζουν (πολλές φορές με τη μετακύλιση ενός μεγάλου μέρους του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές), αλλά και στον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται το εν λόγω οικονομικό αποτέλεσμα (ένταση του ανταγωνισμού, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσων).
Βεβαίως, η ολοένα και μεγαλύτερη αξιοποίηση της ΕΚΕ δεν αναφέρεται μόνο στη μονάδα (εργαζόμενο, καταναλωτή), αλλά κυρίως στο οργανωμένο κράτος που με τον ένα ή άλλο τρόπο επηρεάζει – άμεσα ή έμμεσα – την παραγωγική διαδικασία. Ένας προσεκτικός αναλυτής θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει πως πίσω από τη βιτρίνα της κοινωνικής προσφοράς ξεδιπλώνεται ορισμένεσ φορές μια «ανταλλακτική» συμπεριφορά ανάμεσα στο κράτος (ως αυτόνομη οργανωτική οντότητα) και την επιχειρησιακή μονάδα με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά και προφανείς λόγους. με αποτέλεσμα η αξία της «κοινωνικής προσφοράς» των επιχειρήσεων να είναι συγκριτικά ελάχιστη με τα κέρδη που αυτές τελικά αποκομίζουν.
Παππά Ευαγγελία
Υποψήφια Διδάκτωρ στο Τμήμα Οικονομικής
και Περιφερειακής Ανάπτυξης